- νανοδευτερόλεπτο
- το(μετρ.) ένα δισεκατομμυριοστό τού δευτερολέπτου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νανο- — 1) πρόθεμα το οποίο, όταν τίθεται πριν από όνομα μονάδων μέτρησης, τίς διαιρεί με ένα δισεκατομμύριο, πρβλ. νανογραμμάριο, νανοδευτερόλεπτο, νανόμετρο 2. πρόθεμα που προσδίδει την σημασία τού μικροσκοπικού στο β συνθετικό, πρβλ. νανοαπολίθωμα.… … Dictionary of Greek